Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Δεύτε λάβετε το mana potion.(Σωκράτης 2015 μ.Χ)



(Η προς το θείον πνεύμα συσχέτισις δεν γίνεται νυν αποδεκτή.)

Τάδε ο Πρότερος:  Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου! Έχω την δυνατότητα να δημιουργώ, να γεννώ, να εξελίσσομαι. Να παίρνω μορφή απορροφώντας την ουσία που εκκρίνει ο κόσμος στον οποίο ταξιδεύω. Ο κόσμος που ζωγραφίζεται στο μυαλό μου, πλάθεται στην ψυχή μου, παίρνει σάρκα στα χέρια μου και γίνεται το σπίτι μου.
Αυτή είναι η μαγεία, αυτό που αποκαλούν τέχνη. Αυτό το τέχνασμα που στα μάτια του καθενός, φιλτράρεται και αποκωδικοποιείται, με μοναδικό αίτιο την ανάγκη να εκφραστεί  η φαντασία.
Ανοίγουν τα μάτια με δυσκολία καθώς το φώς σου καίει τους οφθαλμούς, και με σπασμωδικά δειλές κινήσεις  που χάνουν τη σημασία τους μέσα στο χρόνο, αντικρίζεις θολά μια ανοιχτή  πύλη, σαν πέτρινη στεφάνη που από μέσα της εκρήγνυται ο ίδιος ο ήλιος. Η καυτή αύρα που αναδύεται τουλάχιστον βίαια, σκεπάζει την ανάσα σου, τη νιώθεις να καρβουνιάζει τις φλέβες σου και να βεβηλώνει τα όργανά σου. Είναι εκείνη η στιγμή που κυριεύει το σώμα σου. Νιώθεις ότι θέλεις να τρέξεις αλλά δεν μπορείς να κουνηθείς. Σε ρουφά αυτή η χρυσή πύλη, η πύρινη μαγεία , αυτή που σε κάνει να μην έχεις επιλογή να γυρίσεις την πλάτη και να φύγεις. Σε έχει κερδίσει.

Αιωρείσαι για ακαθόριστο χρόνο πάνω σε ένα χρυσό μανδύα που άλλοτε ξεχωρίζει και άλλοτε όχι από  τον διάφανο αέρα. Κοιτάζεις παντού, βλέπεις τα πάντα. Γύρω σου σχέδια που σκέφτηκες και έγιναν εικόνα, ένα μέρος, μια ιδέα, ένα τοπίο, μια μελωδία. Όλα γίνονται εικόνες πάνω σε εικόνες,  εμφάνιση φωτογραφιών απευθείας από το φιλμ πάνω στο οποίο αποτυπώνει τις δημιουργίες του ο εγκέφαλος. Παραγωγή και παρουσίαση…
Πού είσαι;
Είσαι μέσα στη φαντασία σου ή είσαι μέσα στην πραγματικότητά σου; Όπου κι αν είσαι αν θέλεις να συνεχίσεις να αιωρείσαι πρέπει να έχεις mana. Δεν μπορείς να κάνεις μάγια χωρίς αυτό.
Δείνα ο Ενσυνεχείας: ..Όσο προχωρούσα σε τούτο το μονοπάτι και μετρούσα πόσες φορές ταλαντευόταν η άκρη του χιτώνα μου με κάθε μου βήμα, συνειδητοποίησα ότι το φώς λιγόστευε με την ώρα, οι πόρτες που προσπερνούσα ήταν όλες κλειστές και μύριζαν καμένο σίδερο από τη ζέστη, αν τις πλησίαζες. Δεν τόλμησα να ακουμπήσω πάνω τους για να τις σπρώξω, μήπως ανοίξουν. Ένιωθα ότι τα δάχτυλά μου θα έλιωναν στο άγγιγμα. Συνέχισα να περπατάω στο μονοπάτι με τα ψηλά τείχη δίπλα μου να μικραίνουν όλο και περισσότερο την απόσταση μεταξύ τους. Μέχρι που άρχισα να γλιστράω ανάμεσά τους, ενώ οι ώμοι μου έγλυφαν δεξιά και αριστερά τους γυαλιστερούς λίθους. Αποφάσισα να κλείσω τελείως τα μάτια μου. Έτσι κι αλλιώς το φως είχε εξαφανιστεί, δεν έβλεπα τίποτα, τα τείχη δεξιά και αριστερά μου, με οδηγούσαν από μόνα τους. Εγώ απλά έπρεπε να περπατάω. Δεν είχε νόημα η κατεύθυνση, παρά μόνο το να κουνάω τα πόδια μου.
Άρχισα να στριμώχνομαι και σιγά σιγά να ζορίζομαι να προχωρήσω. Κάποια στιγμή, άρχισα να κουράζομαι από την αντίσταση, έπρεπε να γυρίσω στο πλάι, γιατί τα τείχη όσο πήγαιναν πλησίαζαν κι άλλο μεταξύ τους. Ξεκίνησα τα πλάγια βήματα προσπαθώντας να προσαρμοστώ στον καινούριο χώρο. Η ανάσα μου έγινε γρήγορη και ανήσυχη. Σκοτάδι. Προσπάθησα να κοιτάξω ψηλά, μήπως έρχεται κάποιο φως από τον ουρανό. Αλλά ούτε ένα αστέρι εκείνη τη νύχτα. Απόλυτη σιωπή πίσω από τα τείχη.
Ο φόβος με έκανε να επιταχύνω τα ψοφοδεή βήματά μου, με το δεξί μου χέρι τεντωμένο προς τα εμπρός και τα πόδια να ψάχνουν μια τρύπα στο έδαφος σε κάθε βήμα, το κάθε βήμα πιο γρήγορο, το χέρι μου να βάζει κόντρα στον αέρα, το ενδιάμεσο σώμα σα να μην υπάρχει. Σα να είμαι απλά δύο χέρια και δύο πόδια που τρέχουν τρεμάμενα προς το όπου.
Δεν υπήρχε τίποτα πίσω μου, τίποτα εμπρός μου. Κι όμως. Στο επόμενο βήμα ένιωσα να χάνεται η βαρύτητα, άρχισα να αιωρούμαι ψάχνοντας να ακουμπήσω τους λίθους δεξιά και αριστερά μου, τα τείχη. Πουθενά ύλη. Η νύχτα πλημμύρησε τα μάτια μου, με πήρε και με σήκωσε και εγώ αφέθηκα στη μοίρα μου. Στο άγνωστο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μου είχε τελειώσει το mana έτσι κι αλλιώς..
Δαύτος ο Έσχατος:  «Δεύτε λάβετε το mana potion αδέρφια!»
Σαν τη νύχτα που η υπομονή σου τρέφεται πλέον μόνο με ψίχουλα, η επιμονή σου κάθεται σκεπτική και μη μου άπτου μακριά σου και το ποτήρι με το νερό σου είναι η μόνη πηγή ζωής, δεν έχει. Αυτή τη νύχτα περίμενες και δεν το ήξερες. Αυτή η νύχτα φέρνει μαζί της την ευκαιρία σου. Στην αρχή η νύχτα κρατούσε την ευκαιρία από το χέρι, αλλά ήταν αόρατη για σένα, ύστερα την κουβάλησε στους ώμους της, αλλά δεν έριξες μια ματιά πάνω της γιατί κοίταζες το πάτωμα, έπειτα άρχισε να την σέρνει ανάμεσα στα τείχη που βρέθηκες, αλλά το σκοτάδι την κάλυπτε και εσύ ήθελες μόνο να βρεις την έξοδο. Τώρα βγήκες από τον λαβύρινθο. Τώρα αιωρείσαι πάλι. Τώρα δεν υπακούς σε κανέναν κανόνα.
Γιατί φυλάγεσαι ακόμα; Αφού δεν υπάρχει φως. Αφού τα μάτια σου δε βλέπουν, πού είναι ο φόβος σου; Στο μυαλό σου. Εκεί φωλιάζει. Εκεί γεννιέται, εκεί ζει, εκεί πεθαίνει, εκεί τον θάβεις, εκεί επιστρέφει σαν φάντασμα. Όλα εκεί. Μόνο που.. Για να γεννηθεί εκεί, πρέπει κάποιος να φυτέψει τον σπόρο. Μετά εσύ αποφασίζεις αν θα τον ποτίσεις, αν θα του ρίξεις φως, αν θα τον σκαλίσεις κι αν θα τον μπολιάσεις.
Πες ότι φέτος δεν είχε βροχές, πες ότι ο γεωργός που φροντίζει το χωράφι, πέθανε, πες ότι είχε 6 μήνες νύχτα και ο ήλιος δε φάνηκε. Φτιάξε εσύ το σπίτι του φόβου. Το σπίτι του φόβου πρέπει να είναι ολόκληρο μια παγίδα, επικίνδυνες γωνίες, κοφτερά μαχαίρια, χάρτινοι τοίχοι. Ένα σπίτι χτισμένο πάνω σε ραδιενεργά απόβλητα, δίπλα σε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, παραλιακά, με τη φουσκωμένη θάλασσα να αποτελεί μόνιμη απειλή για παλιρροιακό κύμα και τους πειρατές της ετοιμοπόλεμους και διψασμένους για έναν καινούριο θησαυρό. Ένας εγκλωβισμένος φόβος που φοβάται να ανασάνει. Μόνο έτσι πεθαίνει ο φόβος. Αν ο φόβος ήταν άνθρωπος ή αν έστω είχε το πρόσωπο ενός ανθρώπου.
Το παιχνίδι όμως το λέει ξεκάθαρα! Ο φόβος δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι ούτε τέρας με 7 πόδια, 25 μάτια και 40 αγκαθωτά πλοκάμια. Δεν είναι τίποτα που μπορείς να σκοτώσεις με τα όπλα που κουβαλάς. Δεν μπορείς να τον κεράσεις όπιο, δεν μπορείς να τον τυφλώσεις με τα μαχαιράκια σου, δεν μπορείς να του τινάξεις το μυαλό στον αέρα με την ημιαυτόματη καραμπίνα σου. Δεν μπορείς να του σπάσεις τα δόντια με τη γροθιά σου.
Μπορείς όμως να διαπραγματευτείς μαζί του. Να επιχειρηματολογήσεις εναντίον του. Να τον κερδίσεις στις ιδέες. Στα σημεία. Να επιστρατεύσεις τα αγύμναστα ένστικτά σου, που καιρό κάθονται αναπαυτικά στη σκιά του φόβου και να τα εμψυχώσεις σα να επρόκειτο να δώσουν τη μάχη της ζωής τους. Ο φόβος είναι ένα ακόμη ένστικτο ανάμεσα στα πολλά του ανθρώπου. Ξύπνησε τα υπόλοιπα για να πολεμήσουν. Επανάσταση ενστίκτων. There’s your mana. Drink up. Elaborate. Cast your spells.
Win the game. Just remember, this game ends upon your end. Make sure you enjoy the ride.
[I.T η εξωγήινη]


Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Είσαι ή δεν είσαι γύρος;

Πάντα είσαι γύρος. Έρχεται ο κόσμος και τσιμπολογάει από το πιατάκι σου, ή παίρνει μια χούφτα γύρο στο δικό του πιάτο. Κάθε μέρα κάποιος χoρταίνει από το γύρο σου, κάποιοι παίρνουν μια σταλιά κι άλλοι καθόλου. Βέβαια αν θες ο κόσμος να προτιμάει το δικό σου γύρο πρέπει να τον κάνεις νόστιμο, καλοψημένο με φρέσκα υλικά και φυσικά να έχει καλή τιμή. Μπορείς να τα χεις όλα; Αμ δε, γιατί παρακάτω ανοίγει κι άλλο γυράδικο, υπερπολυτελές με τραπεζάκια έξω, λουλούδια στα παρτέρια, 15 άτομα προσωπικό και μια τεράστια ποικιλία από πιάτα εκτός του γύρου. Εν τω μεταξύ σε ένα στενό πιο κάτω, εδώ και χρόνια υπάρχει ένα συνοικιακό γυράδικο, μικρό και σχεδόν σάπιο, που ανάθεμα αν το συντηρούν 2-3 οικογένειες. Αλλά υπάρχει. Κάποιος τρώει από εκείνον το γύρο και του αρέσει.
Ο δρόμος είναι μακρύς, ατελείωτος και δαιδαλώδης .Σε κάθε γωνιά μιας γειτονιάς μπορείς να βρεις ένα γυράδικο, είτε γνωστό είτε άγνωστο. Το κοιτάς από μακριά, βλέπεις το γύρο κρεμασμένο. Τον παρατηρείς, είναι ξεροψημένος; Είναι αρκετός; μετά κοιτάς τα τζίτζιλι μίτζιλι σαλάτες κι αλοιφές. Το τζαμάκι πίσω από το οποίο είναι όλα αυτά αραδιασμένα, είναι καθαρό; Γιατί αν δεν είναι δε σε τραβάει πολύ να δοκιμάσεις. Τι άλλο έχει εκτός από γύρο; Έπειτα παρατηρείς τα υπόλοιπα. Έχει πελάτες το μαγαζί; Τι πελάτες έχει; Μεγάλους; Μικρούς; Έλληνες; Ξένους; Όλα τα κοιτάς. Όλα. Μα πιο πολύ σκέφτεσαι το βασικότερο. Πόσο πολύ πεινάς;
Αν λοιπόν το γυράδικο πληροί τα δεδομένα σου, καλύπτει την ανάγκη σου εκείνη τη στιγμή, λες, "θα δοκιμάσω, στην τελική, ένα σαντουιτσάκι είναι πόσο κακό μπορεί να είναι". Και δοκιμάζεις.
Στην πρώτη μπουκιά ήδη νιώθεις οτι θες να ανοίξεις το στόμα σου και να το φας με τη μία, η πανδαισία γεύσεων έχει θέσει τον ουρανίσκο σου σε έκσταση. Γουστάρεις. Λες, "θα ξαναέρθω σε αυτό το γυράδικο", ψάχνεις όνομα και διεύθυνση για να το κάνεις στέκι σου .Και το κάνεις.
Περνάει ο καιρός, εσύ ακόμη προχωράς στο δρόμο, βλέπεις άλλα γυράδικα στη διαδρομή, αλλά σαν το δικό σου δεν έχει. Δοκιμάζεις κι άλλους γύρους αραιά και που αλλά σαν τη γεύση από το στέκι σου δεν έχει κανείς. Γίνεσαι φανατικός πελάτης και είσαι χαρούμενος.
Έρχεται μια μέρα λοιπόν, που συνειδητοποιείς οτι ο γύρος αυτός σου χαλάει το στομάχι. Αναθεματίζεις την τύχη σου, τα βάζεις με το στομάχι σου, failάρει ο διάλογος με το στομάχι σου γιατί το μόνο του επιχείρημα είναι το "γκρρρκγρρρ". Λες, δεν μπορώ να βγάλω άκρη με το Μάο-Μάο πρέπει να βρω μια λύση να μπορώ να τρώω από αυτό τον γύρο και να μη με ενοχλεί. Περνάει ο καιρός, τρως όλο και λιγότερο γύρο πλέον γιατί φοβάσαι μην καταστρέψεις το στομάχι σου, αλλά η λιγούρα πάντα μένει.
Και έτσι, ένα βράδυ που ‘βρεχε, έβρεχε μονότονα, σε πιάνει πόνος φοβερός και τρομερός. Πανικοβάλλεσαι, λες "δεν μπορεί, όχι δεν το δέχομαι, όχι αυτός ο γύρος ρε παιδιά να με χαλάει έτσι". Μα πλέον έχεις καταλάβει οτι πρέπει να σταματήσεις τον πόλεμο με το στομάχι σου αν θέλεις την υγειά σου. Αποφασίζεις να μην ξανά φας από τούτον εδώ το γύρο.
Έλα όμως που μέσα στη μέρα τρως κι άλλα πράγματα εκτός του γύρου. Θα μπορούσε οτιδήποτε από αυτά να σου χαλάει το στομάχι εκτός από το γύρο. Εκείνο το αμφιβόλου ποιότητας τυρί που χλαπάκιασες, το άλλο το αυγουλάκι που δε θυμόσουν πόσο καιρό είχες στο ψυγείο πριν το κάνεις ομελέτα..Ίσως βέβαια να φταίει και το γεγονός οτι μικρός είχες πέσει στο καζάνι
με το χαλασμένο μπέικον. Κι από τότε κάθε τοσο να σε πιάνει πόνος στο στομάχι. Εσύ ρίχνεις το φταίξιμο στο γύρο βέβαια γιατί φοβάσαι να τα κόψεις όλα. Μετά πως θα ζεις, αν δεν τρως;
Αν θες να βρεις τι σου χαλάει το στομάχι, πρέπει να τα κόψεις όλα τώρα. Να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να βγεις από τον κουβά με το χαλασμένο μπέικον. Μια και καλή. Και μετά βλέπεις. Ο δρόμος είναι μακρύς, ατελείωτος και δαιδαλώδης. Είτε θα βρεις άλλο γυράδικο καλύτερο, είτε ένα παραπλήσιο, είτε ένα χειρότερο. Είτε θα συνειδητοποιήσεις οτι εκείνο το γυράδικο που έκανες στέκι, άξιζε τα λεφτά σου και το χρόνο σου. Απλά εσύ, δεν είχες αποφασίσει να αποτινάξεις από πάνω σου τα υπολείμματα του ληγμένου μπέικον που τρως από μικρός.
Ι.Τ